- ελασία
- ἐλασία, η (AM)η πράξη τού ελαύνω*, ιππασία, ιππηλασίαμσν.1. έξωση, αποβολή, απέλαση2. σειρά κωπηλατών3. (για πουλιά) πτήση4. ταχεία κίνηση, δρόμοςαρχ.1. πορεία, διάβαση2. (κατά τον Ησύχ.) «δίωξις».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐλασία — ἐλασίᾱ , ἐλάσιος driving away fem nom/voc/acc dual ἐλασίᾱ , ἐλάσιος driving away fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἐλασίᾱ , ἐλασία riding fem nom/voc/acc dual ἐλασίᾱ , ἐλασία riding fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλασίᾳ — ἐλασίᾱͅ , ἐλάσιος driving away fem dat sg (attic doric aeolic) ἐλασίαι , ἐλασία riding fem nom/voc pl ἐλασίᾱͅ , ἐλασία riding fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλασίας — ἐλασίᾱς , ἐλάσιος driving away fem acc pl ἐλασίᾱς , ἐλάσιος driving away fem gen sg (attic doric aeolic) ἐλασίᾱς , ἐλασία riding fem acc pl ἐλασίᾱς , ἐλασία riding fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλασίαν — ἐλασίᾱν , ἐλάσιος driving away fem acc sg (attic doric aeolic) ἐλασίᾱν , ἐλασία riding fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελαύνω — (ΑΜ ἐλαύνω) 1. κινώ, οδηγώ, κατευθύνω 2. (για ιππέα) κατευθύνω το άλογο ή τα άλογα τού άρματος 3. επιτίθεμαι 4. κωπηλατώ 5. διώχνω, απομακρύνω βιαίως 6. (για μέταλλα) σφυρηλατώ μσν. 1. συλλαμβάνω 2. ανακοινώνω αρχ. 1. (για πεζούς) προχωρώ 2. πλέω … Dictionary of Greek
πατρελασία — ἡ, Α φρ. «πατρελασία ἡ τοῡ Διός» η εκδίωξη από τον Δία τού πατέρα του Κρόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, τρός + ἐλασία «απέλαση, εκδίωξη»] … Dictionary of Greek
ἐλασιῶν — ἐλασᾶς bird masc gen pl (doric) ἐλασία riding fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλασίαις — ἐλάσιος driving away fem dat pl ἐλασία riding fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)